- χριστιανικός
- η , ό[ν]1) христианский; 2) терпеливый, кроткий, смирённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χριστιανικός — Christian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανικός — ή, ό / χριστιανικός, ή, όν, ΝΜΑ [χριστιανός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στους χριστιανούς ή στον χριστιανισμό (α. «χριστιανική θρησκεία» ο χριστιανισμός β. «χριστιανική ηθική» γ. «χριστιανική ἀγάπη», Θεοδώρ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
χριστιανικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χριστιανισμό ή στους χριστιανούς: Κάθε Κυριακή απόγευμα γίνονται χριστιανικά κηρύγματα. 2. αυτός που αρμόζει στους χριστιανούς: Τον θαυμάζω για τη χριστιανική στάση του. – Ζούσαν χριστιανικά σ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χριστιανικά — χριστιανικός Christian neut nom/voc/acc pl χριστιανικά̱ , χριστιανικός Christian fem nom/voc/acc dual χριστιανικά̱ , χριστιανικός Christian fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανικωτάτων — χριστιανικός Christian fem gen superl pl χριστιανικός Christian masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανικῶν — χριστιανικός Christian fem gen pl χριστιανικός Christian masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανικόν — χριστιανικός Christian masc acc sg χριστιανικός Christian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανικώτατον — χριστιανικός Christian masc acc superl sg χριστιανικός Christian neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επτά κοιμώμενοι — Χριστιανικός θρύλος, αποδεκτός τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Πρόκειται για την ιστορία επτά νέων χριστιανών που έζησαν στην περίοδο του Δεκίου (201 251). Κατάγονταν από την Έφεσο και προκειμένου να αποφύγουν τους διωγμούς, κρύφτηκαν σε μια… … Dictionary of Greek
χριστιανικαί — χριστιανικός Christian fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανικοῖς — χριστιανικός Christian masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)